- χείλωμα
- -ώματος, το, ΝΑτο άκρο επιφάνειας ή αντικειμένου, που μοιάζει με χείλος και προεξέχεινεοελλ.τεχνολ. το διαμορφωμένο περίζωμα τών χειλέων μεταλλίου ή νομίσματοςαρχ.κιβώτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].
Dictionary of Greek. 2013.