χείλωμα

χείλωμα
-ώματος, το, ΝΑ
το άκρο επιφάνειας ή αντικειμένου, που μοιάζει με χείλος και προεξέχει
νεοελλ.
τεχνολ. το διαμορφωμένο περίζωμα τών χειλέων μεταλλίου ή νομίσματος
αρχ.
κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειλώμασιν — χείλωμα lip neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειλωμάτιον — τὸ, Α [χείλωμα, ώματος] υποκορ. τού χείλωμα …   Dictionary of Greek

  • χίλωμα — και χείλωμα, ώματος, τὸ, ΜΑ [χιλῶ] τροφή τών ζώων, ζωοτροφή …   Dictionary of Greek

  • χείλωση — η, Ν [χείλωμα] τεχνολ. κατεργασία διαμόρφωσης τού χειλώματος, τού περιζώματος τών χειλέων ενός αντικειμένου και, ειδικότερα, μεταλλίου ή νομίσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”